WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
brave adj | (courageous) | γενναίος, θαρραλέος επίθ |
| (λόγιος) | ανδρείος επίθ |
| (μεταφορικά) | παλικάρι ουσ ως επίθ |
| The brave soldiers rushed onto the battlefield. |
| Οι γενναίοι (or: θαρραλέοι) στρατιώτες όρμισαν στη μάχη. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο πολεμιστής ήταν παλικάρι και δεν δίστασε να ριχτεί στη μάχη. |
brave n | (Native American warrior) (Ινδιάνος) | πολεμιστής ουσ αρσ |
| A Cherokee brave rode out to meet the soldiers. |
| Ένας Ινδιάνος πολεμιστής από τη φυλή των Τσερόκι βγήκε έξω για να συναντήσει τους στρατιώτες. |
brave [sth]⇒ vtr | (face) | αντιμετωπίζω ρ μ |
| We braved many obstacles in our journey. |
| Αντιμετωπίσαμε πολλές δυσκολίες στο ταξίδι μας. |
brave [sth] vtr | (defy) | αψηφώ ρ μ |
| | πάω κόντρα έκφρ |
| The soldier braved the odds and managed to escape injury. |
the brave npl | (courageous people) | οι γενναίοι άρθ ορ + επίθ ως ουσ |
| Ours is the land of the free and home of the brave. |
| Η χώρα μας είναι η γη των ελεύθερων και η πατρίδα των γενναίων. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: